- ἀσπάρακτος
- ἀσπάρακτος [πᾰ], ον,A not causing laceration,
τάσις Heliod.
(?)ap. Orib.49.4.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάσις Heliod.
(?)ap. Orib.49.4.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσπάρακτον — ἀσπάρακτος not causing laceration masc/fem acc sg ἀσπάρακτος not causing laceration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπάρακτοι — ἀσπάρακτος not causing laceration masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάραχτος — η, ο (AM ἀσπάρακτος, ον) [σπαράσσω] αυτός που δεν σπαρταρά, που δεν τρέμει, ο ασάλευτος μσν. ο απείραχτος, ο αναλλοίωτος αρχ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σπαραχτεί ή να τραυματιστεί … Dictionary of Greek